χειλόποδα

χειλόποδα
τα, Ν
ζωολ. ομοταξία δηλητηριωδών σαρκοφάγων μυριαπόδων, τών κοινώς γνωστών ως σαρανταποδαρούσες, με 3.000 περίπου ευρέως διαδεδομένα είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chilopoda < χείλος + πούς, ποδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… …   Dictionary of Greek

  • χηλόποδα — τα, Ν ζωολ. άλλη γραφή για τα χειλόποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chilopoda < χηλή + πους, ποδός] …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”